- πυκτεῖον
- πυκτεῖονboxing-ringneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυκτείον — (I) τὸ, Α [πυκτεύω] τόπος όπου αγωνίζονταν οι πυγμάχοι. (II) τὸ, Α [πυκτή] τόπος εναπόθεσης τών πινακιδίων … Dictionary of Greek